- ἐκτειχισμός
- ἐκτειχ-ισμός, ὁ,A fortification, Arr.An.6.20.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτειχισμός — ἐκτειχισμός, ο (Α) η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση τού ναυστάθμου Αρριαν.) … Dictionary of Greek
ἐκτειχισμόν — ἐκτειχισμός fortification masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)